- προσπαρώξυνε
- προσπαρώξῡνε , προσπαροξύνωcause additional painaor ind act 3rd sgπροσπαρώξῡνε , προσπαροξύνωcause additional painimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσπαροξύνω — Α 1. προκαλώ επιπρόσθετο πόνο ή προξενώ επιπρόσθετη φλόγωση («τὴν ὀδύνην προσπαροξύνειν», Ιπποκρ.) 2. μτφ. ερεθίζω, εξοργίζω κάποιον επιπροσθέτως («προσπαρώξυνε φωνῇ τινι μειράκιον εὐερέθιστον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παροξύνω «ερεθίζω»] … Dictionary of Greek